φωσφατουρικός

φωσφατουρικός
-ή, -ό
(ιατρ.), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωσφατουρία (βλ. λ.): Φωσφατουρικός διαβήτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωσφατουρικός — ή, ό, Ν [φωσφατουρία] ιατρ. ο σχετικός με τη φωσφατουρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”